- -βάτης
- β' συνθετικό ουσιαστικών της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. βαίνω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αντιστρόφου Λεξικού της Νέας Ελληνικής του Γ. Κουρμούλη (σ. 753), έναντι 85 συνθέτων της αρχαίας, στη Ν. Ελληνική απαντούν 23 σύνθετα σε -βάτης από τα οποία 8 είναι νεώτεροι σχηματισμοί και 15 παραδεδομένα σύνθετα (πρβλ. αεροβάτης, ακροβάτης, αναβάτης, επιβάτης, καρκινοβάτης, κρημνοβάτης, κτηνοβάτης, οπισθοβάτης, ορειβάτης, παραβάτης, στυλοβάτης, σχοινοβάτης, χωροβάτης αρχ. αβροβάτης, αγχιβάτης, αιγιβάτης, αιγοβάτης, αιθροβάτης, ακανθοβάτης, ακριτοβάτης, αμμοβάτης, ανδαβάτης, ανδροβάτης, αποβάτης, αρουραβάτης, αυριβάτης, αυτιβάτης, αχινοβάτης, γαληνοβάτης, εκβάτης, ελειοβάτης, εμβάτης, ερημοβάτης, ιπποβάτης, ιχνοβάτης, καλοβάτης, καπνοβάτης, καταβάτης, καταιβάτης, κεραβάτης, κερατοβάτης, κεροβάτης, κιγκλοβάτης, κραταιβάτης, κυνοβάτης, κυρηβάτης, ληνοβάτης, λογοβάτης, μεταβάτης, ναυβάτης, ναυσιβάτης, νευροβάτης, νηοβάτης, νυκτιβάτης, ορειοβάτης, ορεσιβάτης, ορινοβάτης, ουλοβάτης, πετροβάτης, πηλοβάτης, πλογιοβάτης, πτερνοβάτης, ρινοβάτης, σηκοβάτης, σκαλοβάτης, σκωλοβάτης, στερεοβάτης, στηλοβάτης, τοιχοβάτης, υγροβάτης, υληβάτης, υλιβάτης, υλοβάτης, υποβάτης, φαλλοβάτης, χιμαιροβάτης νεοελλ. ανεβάτης, αρρενοβάτης, κατεβάτης, κιονοβάτης, νυκτοβάτης, ουρανοβάτης, σκοινοβάτης, υπνοβάτης.
Dictionary of Greek. 2013.